Αποκάλυψη: ο Βουτσάς είχε βγάλει την βιογραφία του σε ελάχιστα αντίτυπα λίγο πριν φύγει απ΄ τη ζωή!!!!

Ένα βιβλίο ντοκουμέντο το οποίο ο ίδιος ο Κώστας Βουτσάς είχε δώσει την έγκρισή του να εκδοθεί, φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας το RespectNews.gr  Πρόκειται για μια σπουδαία έρευνα που είχε κάνει ο Κωνσταντίνος Κυριακός, επίκουρος καθηγητής θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ο μεγάλος μας θεατράνθρωπος είχε δώσει συνεντεύξεις στον συγγραφέα του βιβλίου με τίτλο “Κώστας Βουτσάς, ηθοποιός στην κωμωδία”. Ως γνωστόν  ο Κώστας Βουτσάς όλα τα χρόνια ήταν αντίθετος με την συγγραφή της βιογραφίας του, αν και οι εκδοτικοί οίκοι του είχαν προσφέρει τεράστια ποσά. Μέσα στις 400 σελίδες αυτού του μοναδικού ντοκουμέντου, ο μεγάλος ηθοποιός μιλάει για όλη του τη ζωή ενώ από τον συγγραφέα αναλύεται λεπτομερώς το τεράστιο ταλέντο του μέσα από τους ρόλους που υποδύθηκε στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Τα παιδικά χρόνια μου!

“Μια φορά είχανε κουβαλήσει όλη την οικογένειά μου στην ασφάλεια στη λεωφόρο Στρατού. Περιμέναμε σε έναν διάδρομο εγώ και η μάνα μου με την αδελφή μου μωρό στην αγκαλιά της και σέρνανε αυτοί τον πατέρα μου από γραφείο σε γραφείο και τον δέρνανε μπροστά μας, στο σώμα, στο κεφάλι με μια μαύρη σιδερένια βέργα για να υπογράψει τη δήλωση και σαν οπτασία τον έχω στο μυαλό μου, να κάνει μια τρομερή αιμόπτυση, ποτάμι το αίμα, με το μαλλι όρθιο από την φρίκη και τη μάνα μου να παρακαλάει να υπογράψει. Αν υπέγραφε αυτό θα ήταν μεγαλύτερη καταστροφή. Άνθρωποι οι οποίοι υπογράψανε τη “δήλωση μετάνοιάς” μετά δεν μπορούσαν να σταθούν πουθενά. Δεν τους άφηνε ήσυχους η συνειδησή τους, επαναστατούσε ανα πάσα στιγμή και τους κατέστρεφε…

Φωτό ντοκουμέντο από περιοδεύοντα θίασο στα τέλη της δεκαετίας του ΄40. Αριστερά διακρίνεται ο Κώστας Βουτσάς, και τέλος δεξιά ο Γιώργος Κάππης

Στο Γυμνάσιο ήμουν πολύ ζωηρό παιδί. Συνέχεια ήθελα να τρέχω. Έτρεχα και δεν έσωνα. Λες και με κηνυγούσαν. Ειδικότης μου οι ταχύτητες και το μήκος. Είχα μια τσαχπινιά και μια ζωηράδα, αλλά και μια αγοραφοβία. Απάνω στη σκηνή δεν χρειάζεται να είσαι αθλητής και να τρέχεις. Η σκηνή είναι μεθύσι. Πάνω στην σκηνή έδινα την ψυχή μου. Δεν ένιωθα τα πόδια μου στη σκηνή. Πετούσα κυριολεκτικά. Μόνο τα χειροκροτήματα μου θύμιζαν ότι είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους”.

Όταν κατέβηκα στην Αθήνα…

“Κατέβηκα στην Αθήνα αλλά με απέρριψαν. Ζούσα θυμάμαι σε ένα θείο μου στην Ηλιούπολη και ανεβοκατέβαινα κάθε μέρα στο κέντρο με τα πόδια. Όταν έδωσα για πρώτη φορά εξετάσεις έπαιξα ένα απόσπασμα από τον “Υπηρέτη δύο αφεντάδων” του Γκολντόνι. Μόλις τελείωσα με ρώτησαν: ” τι δουλειά κάνεις παιδί μου; Έχω τελειώσει το γυμνάσιο” τους απάντησα και τότε κάποιος μου είπε: “δεν πας πάλι στη Θεσσαλονίκη να βρεις δουλειά σε καμια τράπεζα; Υπήρχε όμως ένα ακόμη παραθυράκι. Το μουσικό θέατρο. Σκεφτείτε τι προκατάληψη υπήρχε τότε που διαχώριζαν την πρόζα από το μουσικό θέατρο. Άρχισα και εγώ να τους ταλαιπωρώ και κάθε λιγο καιλιγάκι ήμουν εκεί. Ώσπου βαρέθηκαν και μου έδωσαν την άδεια “ως ευπαρουσίαστου νέου”. Τότε μου είπε ο Γιώργος Λαζαρίδης: “γιατί δεν πάς στο στρατιωτικό θέατρο;” Και πράγματι αυτό έκανα. Έπαιξα ακόμα και σε τσαντήρι. Από τις πιο σκληρές εμπειρίες. Βροχές, λάσπες, κρύο και εμείς ζούσαμε όλοι μαζί εκεί μέσα. Πήγαμε σε μια ζωοπανήγυρι στην Κατερίνη και ο θίασος διαλύθηκε. Χειμώνας, δεν είχαμε να φάμε. Εκεί υπήρχε ένα βαριετέ, ας το πούμε τσίρκο. Βάζαμε λοιπόν ένα κόκορα μέσα σε ένα ταψί με άμμο, από κάτω ανάβαμε φωτιά και τον αφήναμε να χορεύει. “Ο κόκορας που χορεύει” το λέγαμε. Μετά από 4-5 παραστάσεις σφάζαμε τον κόκορα και τον τρώγαμε. Παίζαμε δύο τέτοια έργα την ημέρα χωρίς να ξέρουμε τα λόγια. Μας τα έλεγε ένας ηθοποιός επί σκηνής και εμείς τα επαναλαμβάναμε και μετά με την σειρά μας τα μαθαίναμε στον καινούργιο που ερχόταν…

Από την παράσταση “Γαρυφαλο στ΄αυτί” με τον θίασο της Καλής Καλό το 1957

Ήθελα όσο τίποτα άλλο  να φύγω από την Θεσσαλονίκη για να κάνω καριέρα στο θέατρο. Ήταν η τρίτη φορά που ξεκινούσα για την Αθήνα. Τις δύο προηγούμενες είχα γυρίσει  άπραγος, αλλά αυτή ήμουν αποφασισμένος να πετύχω. Την λατρεύω την Θεσσαλονίκη. Σκέψου όμως ότι το βράδυ που έφευγα για την Αθήνα, πριν ανέβω στο τρένο παίρνω από κάτω μια μαύρη πέτρα και την ώρα που ξεκίναγε η μηχανή σφυρίζοντας, βγαίνω από το παράθυρο για να μη με δούνε και την πετάω πίσω μου. Μαύρη πέτρα πίσω μου. Και κοιτάζοντας στον ουρανό λέω: “θεέ μου μη με ξαναγυρίσεις πίσω…”