Η Ελένη Ζφειρίου έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2004 σε ηλικία 88 ετών. Δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό της, έδωσε την τελευταία της συνέντευξη στον δημοσιογράφο Νίκο Νικόλιζα για το περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ. Καθισμένη αναπαυτικά στην καρέκλα της με φόντο την θάλασσα στο Πόρτο Ράφτη, η “μάνα του ελληνικού κινηματογράφου” άνοιξε την καρδιά της και μίλησε για όλα.
“Ξεκουράζομαι πλέον. Σηκώνομαι και νιώθω την αύρα της θάλασσας. Αυτό και μόνο με γεμίζει ζωή” ήταν τα πρώτα λόγια που μας είπε η 88χρονη ηθοποιός. Ευχάριστη με καλή διάθεση, έχοντας εντυπωσιακή διαύγεια γνώσεων και μνήμη, αποφάσισε ύστερα από πολλά χρόνια σιωπής να μας μιλήσει για τη μυθική εποχή της Κυβέλης, της Κοτοπούλη, της Βασιλειάδου, του Μακρή, της Παξινού και του Μινωτή. Συντροφιά της έχει ένα μικρό γκριφόν αφού όπως μας είπε ήταν ο μόνος φίλος που της είχε απομείνει. “Έφυγαν όλοι και έχω μείναι σαν την καλαμιά στον κάμπο. Κάποτε έρχονταν εδώ και παίζαμε πόκα όλοι μαζί. Τώρα έμεινα μόνη”. Το χαρακωμένο πρόσωπό της από τα χρόνια, φανέρωνε τις πλούσιες εμπειρίες μιας δύσκολης ζωής που για εννιά δεκαετίες έζησε.
Οι πρώτες εικόνες που της έρχονταν στο μυαλό είναι από ένα παζάρι. “Με έσερνε ο πατέρας μου κάθε πρωί για να πουλήσει την πραμάτεια του. Εγώ έκλαιγα συνεχώς όταν μια γυναίκα πέρασε και τον ρώτησε: “Τίνος είναι αυτό το μωρό;” Εκείνος γκρινιάζοντας της απάντησε: “δικό μου είναι το σκασμένο. Δεν σταμάτησε λεπτό να κλαίει”. Καθώς εκείνη η γυναίκα με περιεργαζόταν ρώτησε ξανά τον πατέρα μου: “θα θέλατε να μου το δώσετε εμένα το κοριτσάκι σας και να πάμε αμέσως σε συμβολαιογραφείο να κάνουμε συμφωνητικό ότι μου το δίνετε ψυχοπαίδι. Φτωχός όπως ήταν ο πατέρας μου με έδωσε. Μάνα πραγματική δεν γνώρισα. Όμως η μητριά μου ήταν κάτι παραπάνω από μάνα για μένα. Έτσι απέκτησα μάνα μου την Κυριακούλα Ζαφειρίου η οποία ήταν και αυτή ηθοποιός κι έδινε παραστάσεις με το δικό της μπουλούκι”. Τα ροζιασμένα χέρια της όση ώρα μιλούσαμε σκάλιζαν έ να μικρό κουτί με αμέτρητες φωτογραφίες. “Η μάνα μου δεν ήθελε να γίνω ηθοποιός. Κρυφά πήγα και γράφτηκα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Και αυτό γιατί από τριών χρονών ζούσα μέσα στα μπουλούκια. Κοιμόμουν στα παρασκήνια και η μάνα μου όταν τελειώνε το θέατρο με έπαιρνε στην αγκαλιά της και με πήγαινε στο σπίτι. Το πρωί λοιπόν ξυπνούσα και πήγαινα σχολείο στην πόλη που περιόδευε το μπουλούκι της μάνας μου. Αυτή ήταν μια χαρούμενη “περιπέτεια” για μένα όμως για τη μάνα μου ήταν μαρτύριο”. Οι εποχές δύσκολες, χρόνια προπολεμικά γεμάτα φρτώχεια, κάτι που δεν ξεχνάει η Ελένη Ζαφειρίου. “Όποιοι δεν έζησαν στα μπουλούκια δεν μπορούν να γνωρίζουν τι πάει να πει κούραση. Σε κάθε πόλη η μάνα μου έτρεχε να βρει σπίτι. Ένα δωμάτιο για να με βάλει να κοιμηθώ. Όμως τους θεατρίνους δεν τους έβαζαν εύκολα στα σπίτια τους. Ήταν παρεξηγημένο επάγγελμα. Πολλές φορές μάλιστα η μάνα μου έβρισκε αυλές και με έβαζε σε κάτι γωνιές για να κοιμηθώ. Θερμοπαρακαλούσε τους ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων για να νοικιάσουμε το σπίτι, να με προστατέψει από το κρύο. Τέλος πάντων, γεγονός ήταν για μένα πως εγώ έπαιζα όλους τους παιδικούς ρόλους στον θίασο της μάνας μου πριν καν καταλάβω τι πάει να πει θέατρο. Θυμάμαι στον “Οιδίποδα τύραννο” στη “Μήδεια” ήμουν πάντα το μικρό κορίτσι που έπαιζε τους κεντρικούς ρόλους. Και μιλάμε δεν ήξερα καλά καλά να μιλήσω”.
Μεγαλώνετε λοιπόν στα χέρια της ψυχομάνας σας…
Ήταν ευχή θεού που είχα μάνα μου την Κυριακούλα. Ήταν σπουδαία γυναίκα. Αγωνίστρια. Κάποια στιγμή η μάνα μου αποφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα και να αφοσοιωθεί σε μένα. Ήταν μεγάλη η κούραση. Αγοράσαμε ένα σπιτάκι στον Κολωνό. Φτωχόσπιτο. Από παντού έμαπινε νερό. Κάθε φορά που ο καιρός ήταν έτοιμος για βροχή, βάζαμε στην πόρτα σακιά με άμμο. Θυμάμαι προσπαθούσαμε να βγάλουμε έξω το νερό με τους κουβάδες. Μέχρι το γόνατο μας έφτανε. Μεγαλώνοντας λοιπόν κοντά στην ψυχομάνα μου, η οποία με αγάπησε περισσότερο από την πραγματική μου μάνα, αποφασίζω αφού είχε μπει το “μικρόβιο” μέσα μου να γραφτώ κρυφά στην Δραματική Σχολή. Δάσκαλους είχα τον Ροντήρη, τον Βεάκη, τον Γεωργίου που είχε κόρη την Μαρία Αλκαίου. “Το όνομά σου” μου λέει ο Ροντήρης, όταν πηγαίνω στη δραματική σχολή. “Νίτσα” του απαντάω. “Τι θα πει Νίτσα, Λίτσα, Πίτσα”. Πως σε βάφτισαν” μου ξαναλέει και του απαντάω. “Ελένη. Ελένη Ζαφειρίου”.
Το 1950 με την κινηματογραφική ταινία “Πικρό ψωμί’ κάνατε το ντεμπούτο σας στον κινηματογράφο…
Πραγματικά πολύ ωραία εμπειρία. Θυμάμαι όταν μου είπαν να αυτοσχεδιάσω ένα μοιρολόι, εγώ πήρα ένα βιβλίο με δημοτικά ποιήματα και με δικό μου ρυθμό το έκανα μοιρολόι. Με πιάνει ο Σακελλάριος και μου λέει: “Μπράβο κορίτσι μου. Αυτό είναι”. Το είχα κάνει τόσο πειστικό το τραγούδι-μοιρολόι που κανείς δεν είχε καταλάβει πως είναι δημοτικό.
Η γνωριμία σας με τον Φίνο πότε έγινε;
Στη δεύτερη ταινία μου “Νεκρή Πολιτεία”. Είχα πρωτοπαίξει στο έργο του κουμπάρου μου Γρηγόρη Γρηγορίου “Πικρό Ψωμί”. Όταν λοιπόν πήγα στον Φίνο, εκείνος με λάτρεψε γιατί ήμουν λαϊκό κορίτσι, γνήσιο. Τον αγάπησα κι εγώ όμως πολυ γιατί ότι ήθελα μου το έδινε. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, όταν μια φορά είχα κάνει φορολογική δήλωση και έπρεπε να δώσω χρήματα στην εφορία που δεν είχα. Ήθελαν μάλιστα να μου πάρουν το σπίτι ως αντάλλαγμα. Με κλάμματα πηγαίνω στον Φίνο και του τα λέω. Αμέσως φωνάζει τον Μάρκο Ζέρβα. Ήταν πρωί και ακόμα δεν είχαν πάει τα έσοδα στην εταιρία. Λέει του Ζέρβα: “Πήγαινε σε όλους του κινηματογράφους, μάζεψε όλα τα λεφτά από τα ταμεία. Μην έρθεις αν δεν τα μαζέψεις”. Μόλις τα μάζεψε ήρθε πίσω, μέσα σε μια τσάντα πλαστική είχε βάλει τα λεφτά. “Πάρτα κορίτσι μου και κάνε τη δουλειά σου” μου είπε. Χάρη στον Φίνο λοιπόν έσωσα το σπίτι μου, κάτι που δεν ξέχασα ποτέ στη ζωή μου.

Καταφέρατε να παίξετε με όλους τους ηθοποιούς. Από την Κατίνα Παξινού και τον Βεάκη μέχρι την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ποιος ήταν αυτός που σας έκανε περισσότερη εντύπωση;
Η Κατίνα Παξινού. Ήταν από τις πιο γλυκές γυναίκες που γνώρισα. Με την Κατίνα Παξινού ήμασταν σαν αδερφές. Όταν έφυγε έπεσα σε κατάθλιψη. Δεν μπόρεσα να ξεπεράσω τον θάνατό της. Το ίιδο καλό παιδί ήταν και ο Χρήστος Πολίτης με το Νίκο Ξανθόπουλο. Εκπληκτικοί χαρακτήρες. Αγγελικά παιδιά και οι μοανδικοί που ακόμα και σήμερα με παίρνουν τηλέφωνο να μάθουν νέα μου.
Παίξατε όμως και με την Γεωργία Βασιλειάδου…
Η Γεωργία ήταν φίλη της μάνας μου. Μορφωμένη γυναίκα και καλός άνθρωπος. Μακριά από κλίκες. Βλέπετε και εκείνη ήταν παιδί των μπουλουκιών. Το ίδιο και ο Ορέστης Μακρής που παίξαμε πολύ μαζί. Πολύ καλός χαρακτήρας και μεγάλος ηθοποιός.
Ο Κωνσταντάρας, ο Παπαγιαννόπουλος και ο Αυλωνίτης, όταν τους βλέπετε στις ταινίες, τι σας θυμίζουν;
Καταρχήν σπουδαίοι άνθρωποι . Ο Λάμπρος δεν κρατούσε τα χρήματα που έπαιρνε. Θυμάμαι ο Φίνος μας καλούσε σε γεύμα και πάντα τα πλήρωνε ο Φιλοποίμην. Του Λάμπρου λοιπόν δεν του ερχόταν καλά, να μην πληρώσει εκείνος και τα ξαναπλήρωνε διπλά. Φοβερός κουβαρντάς.
Σας είπαν ποτέ γιατί σας έβαζαν να υποδύεστε συνεχώς την μάνα;
Ο Φίνος μου είπε πως ήμουν η πιο πειστική μάνα που θα μπορούσε να βρει. Σε ηλικία 20 ετών έπαιξα για πρώτη φορά τη μάνα και έκτοτε δεν έκανα τίποτα άλλο. Με ταύτισε τόσο πολύ ο κόσμος με αυτό το ρόλο που ακόμα και σήμερα όταν πηγαίνω στο κομμωτήριο μου λένε “Καλώς τη μάνα”
Η Αλίκη, η Τζένη και πολλές άλλες σας είχαν μάνα τους…
Για μένα η Παξινού ήταν πάνω από όλους και όλες τις πρωταγωνίστριες. Και εγώ και η Παξινού δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις με το καλλιτεχνικό στερέωμα. Ήμασταν μακριά από κοσμικούς κύκλους. Όταν λοιπόν με φώναζαν να παίξω σε κάποια ταινία, έκανα το ρόλο μου και μετά έφευγα. Δεν ήμουν άνθρωπος που θα συναναστρεφόμουν με άλλους ηθοποιούς, πλην από αυτούς που ήθελα εγώ.
Παίξατε αναμφισβήτητα και καθιεωρωθήκατε ως η πιο δημοφιλής μάνα του ελληνικού κινηματογράφου. Εσείς όμως δεν αποκτήσατε ποτέ στην πραγματικότητα ένα παιδί…
Το εθνικό θέατρο τότε αν μας “έβλεπε” εγκυμονούσες μας έδιωχνε. Δεν είχαμε δικαίωμα να παίξουμε. Εγώ ήθελα πολύ να αποκτήσω ένα παιδί, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο άντρας μου ο Σκλαβούνος και εκείνος ήθελε να αποκτήσει ένα παιδί. Η δουλειά όμως δεν μας το επέτρεψε αυτό. Το θέατρο και η καριέρα δεν σου δίνει τη δυνατότητα της οικογένειας. Τελικά πήρα την ανεψιά μου για παιδί μου. Θυμάμαι το ΄63 όταν είχα αρρωστήσει βαριά και εκείνη μικρή τότε ήρθε να με δει. Είπα λοιπόν στους γονείς της να την κάνω δικό μου παιδί. Την λάτρεψα την Ευανθούλα μου. Ίσως να μην αγαπούσα ούτε το ίδιο μου το παιδί τόσο πολύ.
Ποιος σας λείπει περισσότερο από όλους αυτούς τους φίλους;
Μου λείπει η φίλη μου η Κατίνα Παξινού., η παρέα που κάναμε, τα αστεία που λέγαμε. Τώρα νιώθω μόνη, γιατί έχουν φύγει όλοι οι φίλοι μου.
Ποια ταινία σας αγαπήσατε περισσότερο;
Την πρώτη μου ταινία που ήταν το “Πικρό ψωμί”. Αυτή την αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλη γιατί από εκεί όπως λέω έφαγα “γλυκό ψωμί”. Πήρα αρκετά χρήματα και καθιερώθηκα μέσα από εκεί στον κινηματογράφο. Ο κόσμος με είδε και με αγάπησε.
Υπήρξαν στιγμές που μετανιώσατε όλα αυτά τα χρόνια και θα θέλατε να διαγράψετε;
Τη μοναδική στιγμή που θα ήθελα να διαγράψω είναι όταν άφησα τη μάνα μου στο νοσοκομείο για να πάω περιοδεία με τον θίασο. Θα πήγαιναμε στην Αίγυπτο με έναν θίασο. Έπρεπε να δουλέψω γιατί τα οικονομικά μας ήταν άσχημα. Η μάνα μου λοιπόν ήταν βαριά άρρωστη. Της ζήτησα να μείνω κοντά της. Εκείνη δεν το επέτρεψε και με παρότρυνε να συνεχίσω τις πρόβες για την περιοδεία. Την ημέρα που την αποχωρίστηκα από το νοσοκομείο με δάκρυα στα μάτια, δεν μπορούσα να φανταστώ πως δεν θα την ξαναδώ ζωντανή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και έλαβα ένα τηλεγράφημα στην Αίγυπτο που ανέφερε πως η μάνα μου πέθανε και εγώ δεν ήμουν κοντά της. Ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα που έκανα στη ζωή μου. Ξέρω όμως πως κάποια στιγμή θα την ξανασυναντήσω. Πέρασα μια πολύ ωραία ζωή και δεν θέλω να παραπονούμαι για τίποτα. Αν και στην αρχή ο δρόμος μου είχε αγκάθια, μετά ο θεός με πρόσεξε και τον έστρωσε με λουλούδια. Είμαι ικανοποιημένη από όλα και κυρίως από τον κόσμο. Γιατί αυτός μου έδωσε την δυνατότητα να γίνω ότι έγινα και να ζήσω ευτυχισμένα μέχρι σήμερα. Τους ευχαριστώ όλους λοιπόν.
