Από τον Νίκο Νικόλιζα
Γνήσιος, ειλικρινής, αυθόρμητος και ολίγον…βλάχος! Ο Νίκος Τσούκας υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς κοντούς του Ελληνικού κινηματογράφου. Πλέον ξεπέρασε τα 85 χρόνια του και ο ίδιος αποφεύγει κάθε είδους δημοσιότητα!
Στο καφενεδάκι του «Μάριου» στα Άνω Πατήσια ήρθε στο ραντεβού μας, πολύ πιο νωρίς. Είναι η γειτονιά του εκεί και τον προσφωνούν με το μικρό του όνομα. «Με την Αλίκη έφαγα γλυκό ψωμί, φίλε Νίκο» μου λέει και το κασσετοφωνάκι αρχίζει να παίρνει φωτιά, με τις ιστορίες μιας άλλης εποχής. Τότε που οι ηθοποιοί έγραφαν ιστορία. «Δεν έδινα συνεντεύξεις, γιατί θεωρούσα πως ο κάθε δημοσιογράφος πρέπει πρώτα να με δει στο θέατρο. Αν είμαι καλός ας έρθει να μου ζητήσει συνέντευξη. Εγώ ποτέ δεν σήκωσα το ακουστικό να ζητήσω να μου κάνουν συνέντευξη. Ήμουν πάντα αντιστάρ» λέει θέλοντας να δικαιολογήσει την σπανιότητα των συνεντεύξεων. «Γεννήθηκα στην Δεσκάτη Γρεβενών και έζησα στη ζωή μου πολύ φτώχια μιας και γεννήθηκα πριν τον πόλεμο του ΄40. Έζησα τραγικά πράγματα. Ο πατέρας μου ήταν χασάπης. Ζούσαμε με το μεροκάματο του. Ευτυχώς λόγω του πατέρα, τρώγαμε και κανένα κομμάτι κρέας. Οι γείτονες μας δεν είχαν ούτε αυτό» λέει χωρίς να χάνει το χαμόγελό του στις αφηγήσεις του. Δηλώνει δεινός θαυμαστής του Κώστα Γεωργουσόπουλου και τον θεωρεί τέρας μορφώσεως. «Είναι και ο μόνος για μένα που αγαπάει πραγματικά το θέατρο. Οι άλλοι όλοι, άστα να πάνε» λέει και θυμάται τα παιδικά του χρόνια. «Ο Γεωργουσόπουλος είχε το προνόμιο να έχει γυμνασιάρχη πατέρα, να βλέπει από την Αταλάντη που μεγάλωσε, θάλασσα. Εγώ θάλασσα είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου στα 20 χρόνια μου. Εγώ μεγάλωσα χωρίς ρεύμα στο σπίτι μου. Έτσι διάβαζα, με την γκαζόλαμπα. Με δανεικό βιβλίο διαβάζαμε ολόκληρες γειτονιές στο χωριό μου. Και έμαθα γράμματα». Στο πρόσωπό του, οι ρυτίδες του δεν φανερώνουν τα 84 χρόνια του. «Είχα πάντα εσωτερική γαλήνη και ήμουν κατασταλαγμένος. Ήξερα ανέκαθεν ότι είχα πάνω από όλα την οικογένειά μου. Την γυναίκα μου, τα δύο αγόρια μου. Και επειδή έζησα πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, είχα αφιερώσει όλα μου τα χρόνια, ώστε να μην τους λείψει τίποτα». Κάτω από τα μαύρα γυαλιά που φοράει διακρίνουμε τα βουρκωμένα του μάτια του.
Το 1955 μόλις τελειώσε το Γυμνάσιο, αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό του. «Πάντα ήξερα ότι θα γίνω ηθοποιός. Δεν έχω κάνει καμιά άλλη δουλειά στη ζωή μου. Και έζησα από αυτή τη δουλειά. Μια φορά είχα δει θέατρο σε μπουλούκι στο παζάρι, με πρωταγωνιστή τον Αντώνη Παπαδόπουλο και μαγεύτηκα. Μου σφίνωσε η ιδέα λοιπόν να γίνω ηθοποιός. Και μπαίνω σε ένα φορτηγό με κρεμμύδια και πατάτες και με φέρνει στην Αθήνα. Χωρίς να πάρω, ούτε δυο ρούχα μαζί μου. Και όταν φτάνω στην πρωτεύουσα με άλλα τρία άτομα μέναμε σε μια αυλίτσα όλοι μαζί μέχρι να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας» εξομολογείται υπερήφανος για όσα έζησε βγάζοντας πάντα τίμια το ψωμί του.

Στην Αθήνα…
Από την «Υποκριτική Σχολή του Κατσέλη» βγαίνει αριστούχος έχοντας ως δασκάλους του, τον Κατράκη, τον Γληνό, τον Κατσέλη, τον Ιορδάνη Μαρίνο. Όμως οι δουλειές στο θέατρο εκείνα τα χρόνια είναι ελάχιστες. «Το 1960 πήγα και ζήτησα δουλειά στο θέατρο Παπαϊωάννου από τον Μίμη Φωτόπουλο. Και μου λέει ο Μίμης: «δεν έχω ρε παιδάκι μου κανέναν ρόλο, πέρνα άυριο, πέρνα μεθαύριο» και πάει λέγοντας. Και εγώ κάθε μέρα ήμουν εκεί. Τσιμπούρι. Ώσπου του φέρνουν την 3η πράξη που ο ρόλος ήταν ένας γέρος. Με δοκιμάζουν στον ρόλο και τρελάθηκαν. Και μου γράφουν, σπουδαίες κριτικές». Από εκεί, μεταπηδάει στο θίασο της Λαμπέτη με όλα τα ιερά τέρατα. Ωστόσο για εκείνον, δεν ήταν εύκολο να ανοίξουν οι πόρτες. «Τα πράγματα τότε ήταν πολυ δύσκολα γιατί είχες να ανταγωνιστείς τεράστια ονόματα. Το κάθε όνομα μπορούσε να κρατήσει ολόκληρο θέατρο μόνο του. Τότε που βγήκα εγώ ήταν ο Λογοθετίδης, ο Αυλωνίτης, η Βασιλειάδου, ο Φωτόπουλος, ο Σταυρίδης, ο Ηλιόπουλος, ο Γκιωνάκης, ο Χατζηχρήστος. Που να περάσεις εσύ ως νέος. Όμως ήταν αξιοκρατικός ο ανταγωνισμός. Τώρα, δεν υπάρχει αξιοκρατία» δηλώνει ο ίδιος έχοντας στο ενεργητικό του 50 ταινίες, 33 βιντεοταινίες και περίπου 80 θεατρικά έργα στα οποία έχει παίξει.
Με την Αλίκη….
Δηλώνει «παιδί» του σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου και θαυμαστής του Φίνου. «Ο Δημόπουλος για μένα ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης και ο πιο σπουδαίος. Οι κινηματογραφικές του ιστορίες και τα πλάνα του ήταν πολύ ανώτερα από όλους τους άλλους. Όσες ταινίες έκανα στο Φίνο ήταν του Δημόπουλου. Με είχε δει σε κάποιο θέατρο ο τότε βοηθός του, ο Παντελής Βούλγαρης και με πρότεινε στον Ντίνο και αμέσως μου ζήτησε να παίξω σε όλες. Και μετά η Αλίκη, μου έλεγε: «βρε Τσουκάκι μου θα παίξεις και σε αυτή; Θα παίξεις μαζί μου και στο θέατρο;» Και έτσι με την Αλίκη κάναμε πέντε έξι ταινίες και πολύ θέατρο, αλλά και πολλά ξενύχτια. Εγώ έφαγα γλυκό ψωμί από την Αλίκη. Ήταν φαινόμενο, πως να το κάνουμε». Ο ίδιος επισημαίνει ότι στην ταινία «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» του 1969 με τον «Πίπη» όλες οι σκηνές ήταν πραγματικές. Ακόμα και το ξύλο. «Δεν υπήρχαν fake χαστούκια και ξύλο. Όλα ήταν πραγματικά. Που να υπάρχει χρόνος και μέσα για να κάνουμε ψεύτικα πλάνα. Σκέψου ότι η ταινία αυτή ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία, όταν στο Χόλλυγουντ τα έγχρωμα έργα είχαν γίνει δεκαπέντε χρόνια πριν». Ωστόσο αισθάνεται άτυχος γιατί «μετά τη «Νεράιδα και το παλικάρι» ο Φίνος είχε αποφασίσει να κάνει τρεις τέσσερις ταινίες με πρωταγωνιστή εμένα. Ήταν η εποχή όμως που είχε πρωτοβγει η τηλεόραση και ο Φίνος δεν την πίστεψε καθόλου. Αν την είχε πιστέψει θα είχαμε επωφεληθεί όλοι. Και ξαφνικά λόγω της τηλεόρασης «πέθανε» ο κινηματογράφος. Σκέψου ότι όταν ο Νίκος ο Φώσκολος είχε βγάλει τον «Άγνωστο πόλεμο» στην τηλεόραση, όλα τα θέατρα αναγκάστηκαν να αλλάξουν μέρα που έπαιζαν τις παραστάσεις τους. Ερήμωναν οι δρόμοι. Ήταν κάτι το πρωτόγνορο για την Ελλάδα. Η τηλεόραση είχε μπει σε όλα τα σπίτια και οι κινηματογράφοι άρχισαν να κλείνουν».
Δούλεψα σκληρά…
Στην πολύωρη συνέντευξή μας, ο ίδιος δεν αρνείται ότι δούλεψε πολύ σκληρά για να επιβιώσει. «Πολλή δουλειά. Και η αλήθεια είναι ότι άφησα στην άκρη την καριέρα μου για να μπορέσω να ζήσω εγώ και η οικογένειά μου αξιοπρεπώς. Πήγα πολλές φορές στην Αμερική και σε άλλες χώρες με θίασο για να φέρω περισσότερα χρήματα και για να μην μας λείψει τίποτα. Ήθελα να αποκτήσω ένα δικό μου σπιτάκι για τα παιδιά μου». Αν και δέχεται ακόμα και σήμερα προτάσεις να επανεμφανιστεί, τις απορρίπτει. «Ένα έργο που έπαιξα το ΄69 {Η αρχόντισσα και ο αλήτης} με τεράστια επιτυχία, να το παίξω ξανά, τι θα κέρδιζα καλλιτεχνικά; Τίποτα. Αν ήταν κάποιος ρόλος που θα με ενθουσίαζε ίσως να’επαιζα. Αλλά και πάλι, είμαι κατά του να παίζουμε εμείς οι ηθοποιοί μέχρι να μας βγει η ψυχή πάνω στη σκηνή». Αν και αρκετά κοντός στο ύψος, για εκείνον ήταν προτέρρημα αυτό. «Κοντός, που το είδες το κοντός;» με ρωτάει και σκάμε στα γέλια. «Μπα, εγώ δεν είχαν τέτοια κόμπλεξ». Όσο για τον πόλεμο που δέχτηκε, χαμογελώντας απαντάει: «ξέρεις τι έλεγε ο Γκάντι; Στην αρχή σε αγνοούν, μετά σε κοροιδεύουν, μετά σε πολεμούν και μετά σε συγχαίρουν. Όλα αυτά τα πέρασα και εγώ και είμαι πολύ περήφανος για το τίμιο ψωμί που έβγαλα».
