Από τον Νίκο Νικόλιζα
7 Φεβρουαρίου 1957. Η Μαρίκα Νίνου χτυπημένη από τον καρκίνο βρίσκεται στο σπίτι της στο Αιγάλεω, σκιά του εαυτού της. Το συμβόλαιο που έχει υπογράψει ωστόσο με την ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» για να εμφανιστεί, δεν την αφήνει να ησυχάσει, παρόλο που οι πόνοι είναι φρικτοί. Σηκώνεται από το κρεβάτι της, ντύνεται, βάζει στο λαιμό της μια σειρά από πέρλες που της είχαν απομείνει από τα κοσμήματα που τις προηγούμενες μέρες είχε πουλήσει για να γιατρευτεί, παίρνει ένα ταξί και πηγαίνει να εμφανιστεί στο πάλκο.
Όσοι την βλέπουν όρθια, τα ΄χανουν. Ήξεραν ότι έφτανε στο τέλος της. Εκείνη όμως, είχε δώσει τον λόγο της. Τα μπουζούκια αρχίζουν να παίζουν. Ο κόσμος από τα τραπέζια βουρκωμένος την κοιτάζει εκστασιασμένος. Η Μαρίκα, κατακίτρινη αρχίζει να τραγουδάει. Το πρώτο τραγούδι το ερμηνεύει καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Τα χειροκροτήματα του κόσμου ακούγονται δύο τετράγωνα πιο κάτω, ενώ ο κόσμος κάνει ουρά έξω από το κέντρο για μια καρέκλα. Στο δέυτερο τραγούδι, στο «Γεννήθηκα για να πονώ» η φωνή της τρεμοπαίζει. Δεν αντέχει. Η ανάσα της με δυσκολία βγαίνει από το στόμα της. Όλοι παγώνουν: η Μαρίκα σωριάζεται στο πάλκο. Αμέσως την μεταφέρουν στο σπίτι της, μισολυπόθυμη.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου, η βασίλισσα του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, η μούσα του Τσιτσάνη που τον ενέπνευσε σε πολλά από τα τραγούδια του, σβήνει σε ηλικία μόλις 35 ετών αφήνοντας πίσω της τον 16 χρονο γιο της Γιάννη Μεσροπιάν.
Σήμερα, 62 χρόνια μετά η ανηψιά της και βαφτιστήρα της Γκιούλα Αταμιάν καθώς και η νύφη της Κατερίνα Στρατάκου για πρώτη φορά ξετυλίγουν το κουβάρι της απίστευτης ζωής της, ενώ αποκαλύπτουν τον απρόσμενο θάνατο του γιου της που έφυγε από τη ζωή πριν μερικούς μήνες κλεισμένος σε δωμάτιο δημόσιας κλινικής, χωρίς κανείς να γνωρίζει την ύπαρξή του!
Στα προσφυγικά του Πειραιά, στο σπίτι της Γκιούλας Αταμιάν τα πάντα θυμίζουν την θεία της Μαρίκα Νίνου. Φωτογραφίες κρεμασμένες στους τοίχους, φορέματα, καθώς και πλήθος γραμμάτων που έστελνε η Νίνου στην ανηψιά της είναι μερικά από τα ντοκουμέντα ζωής που φανερώνουν ακόμα και σήμερα την αγάπη της οικογένειας για την θρυλική τραγουδίστρια. «Από την θεία μου και νονά μου Μαρίκα, έχω τις καλύτερες αναμνήσεις. Εκεί στην παράγκα της Κοκινιάς που μέναμε, ερχόταν συνέχεια και ο Τσιτσάνης και μας έβλεπε. Σε όλους έδινε αγάπη η Μαρίκα» λέει συγκινημένη η Γκιούλα Αταμιάν, θέλοντας ωστόσο να βάλει τέλος στα ανυπόστατα σενάρια που γράφονται για την ζωή της θείας της. «Η θεία μου ήρθε από την Μικρά Ασία με τον διωγμό των Αρμενίων το 1922. Η γιαγιά μου είχε τρία παιδιά και ήταν έγκυος στην θεία Μαρίκα. Ζούσαν πολύ όμορφα και αρμονικά μέχρι που ξεκίνησαν οι σφαγές. Ο παππούς μου δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, γιατί μπροστά στα μάτια της γιαγιάς μου τον έσφαξαν σαν αρνί» λέει συγκινημένη για το δράμα της που έζησε στο πετσί της όλη η οικογένεια. Μέσα από έναν μεγάλο κίτρινο φάκελλο βγάζει μια σειρά από ιστορικές φωτογραφίες. «Η γιαγιά μου έγκυος τότε μαζί με τα τρία της παιδιά μπαίνει σε καράβι με το όνομα Ευαγγελίστρια. Όμως από την ταλαιπωρία την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε στο καράβι. Το παιδί δεν σάλευε διόλου. Νόμιζαν ότι ήταν πεθαμένο. Κρατώντας το η γιαγιά μου στα χέρια της, αποφάσισαν να το κατεβάσουν στα αμπάρια που ήταν οι μηχανές του καραβιού για να ζεσταθεί, μήπως και το σώσουν. Το νεογνό ζεστάθηκε και έτσι σώθηκε. Ο καπετάνιος από τη χαρά του λοιπόν το βάφτισε μέσα στο καράβι, και του έδωσε το όνομα Ευαγγελία, που έβγαινε από το όνομα του καραβιού». Η οικογένεια αμέσως εγκαταστάθηκε στα προσφυγικά της Κοκκινιάς μέσα σε παράγκες. Ο μπαμπάς μου και αδερφός της Μαρίκας ήταν εκείνος που είχε όλο το οικογενειακό βάρος στις πλάτες του, μιας και τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι.
Ο γιος της Μαρίκας…
Η οικογένεια της Μαρίκας πέρασε μεγάλες κακουχίες για να θρέψει τα τέσσερα παιδιά. Σε ηλικία 17 ετών, η Μαρίκα παντρεύτηκε ένα παλικάρι από την Κοκκινιά, τον Μεσροπιάν όπου απέκτησαν ένα γιο, τον Γιάννη. Σε αυτό το σημείο η φωνή της κ. Γκιούλας χαμηλώνει. Δεν θέλει να αναφέρει πολλά στοιχεία για εκείνον. «Την ύπαρξη του Γιάννη την ήξεραν ελάχιστοι, αφότου πέθανε η Μαρίκα. Ο ίδιος απέφευγε τους πάντες και τα πάντα. Και πέθανε ξαφνικά πριν από μερικούς μήνες. Ο Γιάννης ήξερε πολλά για την ζωή της μητέρας του, γιατί έζησε πολύ μαζί της. Όμως είχε μεγάλο πόνο και πικρία μέσα του για όλα όσα έζησε την εποχή εκείνη. Όταν ερχόταν στο σπίτι μας ανοιγόταν και μας έλεγε πολλές ιστορίες για τη μάνα του» αναφέρει η κ. Γκιούλα Αταμιάν η οποία μαζί με την αδερφή της, είναι ο τελευταίος συνδετικός κρίκος που γνωρίζει την ιστορία της Μαρίκας Νίνου. «Η Μαρίκα με τον Μεσροπιάν χώρισαν αρκετά νωρίς, γιατί δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους. Μετά από λίγο καιρό γνώρισε έναν τον ηθοποιό Νίνο, όπου δημιούργησαν το καλλιτεχνικό ζευγάρι «Ντούο Νίνο» και μαζί πήγαιναν σε διάφορα κέντρα και μπουλούκια και έκαναν ακροβατικά. Σε ένα από τα μπουλούκια την άκουσε να τραγουδάει ο μέγας θιασσάρχης Πέτρος Κυριακός, ο οποίος ήταν εκείνος που την παρότρυνε να ξεκινήσει το τραγούδι. Και μέσα σε λίγους μήνες, η Μαρίκα έγινε πρώτο όνομα». Η γνωρίμια της με τον Βασίλη Τσιτσάνη ήταν καταλλυτικη για την τεράστια εξέλιξή της που την καθιέρωσε και ως μούσα του. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης έκτοτε, της δίνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: «Συννεφασμιένη Κυριακή», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Τα καβουράκια» και μια σειρά αλλών τραγουδιών που της δίνουν τον τίτλο «Βασίλισσα του πάλκου».

Το τραγικό τέλος της…
Το 1956, η Μαρίκα Νίνου πηγαίνει για δεύτερη φορά στην Αμερική στο κέντρο «Βυζάντιον» με ένα πολύ καλό συμβόλαιο. «Όλα τα χρήματά της, τα έστελνε για να θρέψει την οικογένειά της και την δική μας οικογένεια μιας και ο αδερφός της και πατέρας μου είχε πεθάνει. Εκείνη μα συντηρούσε όλους. Τότε ξεκίνησαν και κάποια μικροπροβλήματα με τον καρκίνο στην μήτρα όπου γιγαντώθηκαν και την έφεραν σε τραγική κατάσταση, ενώ δεν είχε λεφτά ούτε να γυρίσει στην Ελλάδα. Έκαναν έρανο για να την φέρουν πίσω. Και εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν ξέραμε ότι θα γυρίσει πίσω τόσο γρήγορα. Η μαμά μου εκείνη την ημέρα ήταν σινεμά μαζί με τον γιο της Μαρίκας, τον Γιάννη. Μπαίνει μέσα στο σπίτι και βλέπει μια Μαρίκα, σκιά του εαυτού της και κατακίτρινη. Εγώ με την αδερφή μου ήμασταν σε κατασκήνωση στην Πεύκη. Έρχεται ο Γιάννης, μας παίρνει ως μεγαλύτερος και τι να δούμε στο σπίτι: την θεία Μαρίκα στο σαλόνι, αγνώριστη. Ήταν μια άλλη γυναίκα» θυμάται κλαίγοντας η ανηψιά της, αν και έχουν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια. «Πριν πεθάνει η Μαρίκα μας έλεγε: το σπίτι είναι του Γιαννάκη μου και τα χρυσαφικά μου θα τα αφήσω στις ανηψιές μου. Ωστόσο εμείς της είπαμε να τα πουλήσει για να γιατρευτεί. Έτσι τα πούλησε όλα τότε στον συνθέτη Κώστα Καπλάνη, πήρε κάποια πενιχρά χρήματα, τα οποία τα έδωσε όλα στην αρρώστια της». Μετά τον θάνατό της, η οικογένειά διαλύθηκε. «Ο γιος της Γιάννης τον οποίο λάτρευε η Μαρίκα, μόλις επέστρεψε από την κηδεία, αντιμετώπισε την σκληρή πραγματικότητα. Είχε μείνει εντελώς μόνος, ενώ ο πατριός του ο Νίνος πούλησε το σπίτι της Μαρίκας, αφήνοντας στον δρόμο τον Γιάννη μόνο και ορφανό. Και γι΄αυτό δεν μίλησε ποτέ δημοσίως για την ζωή της μητέρας του ο Γιάννης».

Το ξύλο με την Σεβάς Χανούμ…
Στην πολύωρη συνέντευξή μας, η Γκιούλα Αταμιάν θέλησε να ξεκαθαρίσει και ορισμένες αναλήθειες που λέγονται για την θεία της. «Η Μαρίκα ήταν ήρεμος χαρακτήρας, αλλά και δυναμική γυναίκα. Αυτό που γράφεται συνεχώς για την κόντρα της και τον ξύλοδαρμό της με την Μπέλλου, δεν υφίσταται. Μπορεί η Μπέλλου να μην την συμπαθούσε επειδή ο Τσιτσάνης την είχε δίπλα του στο πάλκο, όμως δεν έπαιξαν ποτέ ξύλο. Είχαν παίξει ξύλο όμως με την Σεβάς Χανούμ. Τότε η θεία Μαρίκα τραγουδούσε στο πάλκο με τον Παπαϊωάννου και την Σεβάς Χανούμ. Όταν τραγουδούσε λοιπόν η θεία μου, όλοι κατέβαζαν μαχαίρια, πιρούνια για να την ακούσουν με ευλάβεια. Στο πρόγραμμα της Σεβάς Χανούμ γινόταν χαμός. Η Σεβάς δεν μπορούσε να το καταπιεί αυτό και όλο πείραζε την θεία Μαρίκα: «μωρή κοντή Αρμένισσα» της έλέγε κάθε βράδυ. Ώσπου η θεία Μαρίκα ξέσπασε στα καμαρίνια την βούτηξε και την έσπασε στο ξύλο».

Η πεθερά μου, Μαρίκα Νίνου!
Σήμερα για πρώτη φορά θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της πεθεράς της, μιλάει και η νύφη της Κατερίνα Στρατάκου: «τα περισσότερα πράγματα τα γνωρίζω από τον άντρα μου, τον γιο της Μαρίκας ο οποίος έφυγε από την ζωή πριν μερικούς μήνες. Ο Γιάννης σε εμάς μιλούσε με πολύ αγάπη για την μητέρα του. Την είχε κορώνα στο κεφάλι του. Μάλιστα όταν είχαμε πρωτογνωριστεί με πήγαινε σε διάφορους τραγουδιστές που ήταν φίλοι της Νίνου, όπως την Μπέλλου, τον Περπινιάδη και άλλους τραγουδιστές. Ωστόσο ο ίδιος ήταν κλειστός σαν χαρακτήρας. Πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια από τότε που έφυγε η μητέρα του. Εκείνη ήταν το στήριγμά του. Έκανε πολλές δουλειές για να σταθεί στα πόδια του ο Γιάννης, γι΄αυτό και δεν μίλησε ποτέ δημοσίως για την Μαρίκα».
