Από τον Νίκο Νικόλιζα
Έπρεπε να περάσουν 60 ολόκληρα χρόνια για να δώσει την πρώτη του συνέντευξη, ο πιο ακριβοθώρητος ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου: ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης. Ο γόης της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου που με μόλις 12 ταινίες στο ενεργητικό του είχε καταφέρει να γίνει στάρ στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη, της Ζωής Λάσκαρη, του Αλέκου Αλεξανδράκη, του Κώστα Βουτσά, του Νίκου Κούρκουλου, της Μαίρης Χρονοπούλου. Ποιος δεν θυμάται το «καλό παιδί» στον «Κατήφορο», στο «Νόμος 4000», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», στο «Δόλωμα», στον «Εγωισμό».
Η συνάντησή μας έγινε μακριά από την πολύβουη Αθήνα. Στην Πελοπόνησσο, στο ησυχαστήριο του που μένει μόνιμα τα τελευταία 15 χρόνια. Για πάνω από 30 χρόνια, όλοι τον ψάχνουν και όμως κανείς δεν τον βρίσκει. Και όπως σήμερα αυτοβιογραφείται στην Espresso «κατέβασα ρολά γιατί έτσι έπρεπε να γίνει». Φιλόξενος, αντιστάρ με καλωσορίζει φορώντας ένα αθλητικό μπλουζάκι και ποτίζοντας τους ιβίσκους της αυλής του, έχοντας απολύτως το γνώθι σ΄αυτόν. «Ήταν νομίζω το timing που με έκανε να δώσω αυτή τη συνέντευξη. Δεν έχω ξαναδώσει. Δεν με ενδιέφερε και ούτε με ενδιαφέρει η δημοσιότητα. Δέχομαι στον τηλεφωνητή κάθε χρόνο δεκάδες προτάεις για εμφανίσεις, για συνεντεύξεις. Γιατί να δώσω; Δεν έχει κανένα νόημα. Και θέλω μια εξυπηρέτηση: γράψε τα στοιχεία του βιογραφικού μου εκεί μέσα στο ίντερνετ, γιατί δεν ξέρω καθόλου από τεχνολογία, απλά για να υπάρχουν» λέει χαριτολογώντας πριν ξεκινήσουμε την πολύωρη συνέντευξή μας.
Είχε αποφασίσει να μιλήσει για όλα. Για την Αλίκη και το «Δόλωμα», για τη Ζωή Λάσκαρη, τα γλέντια τους και τα δάκρυα που έχυσε όταν εκείνη πέθανε, για τις κλίκες που υπήρχαν στην «Finos Film»,για την κόντρα του με τον Νίκο Φώσκολο και την «Λάμψη» αλλά και γιατί εξαφανίστηκε από όλους και όλα τα ΜΜΕ! Το χιούμορ του πάντως και το χαμόγελό του δεν έλειψαν καθόλη την διάρκεια της συνέντευξής μας. «Δεν ξέρω γιατί μου κρύβουν χρόνια στο ίντερνετ και παντού, αλλά είμαι γεννημένος 4 Αυγούστου 1940. Ο Μπάρκουλης ήταν γεννημένος την ίδια μέρα με μένα γεννημένος αλλά το ΄36». Και κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. «Ο πατέρας μου ήταν φαντάρος τότε που γεννήθηκα και δούλευε ως εργολάβος ελαιοχρωματιστής. Γεννήθηκα στην Αθήνα στην περιοχή Σόνια της λεωφόρου Αλεξάνδρας που ήταν καλλιτεχνική γειτονιά. Πολύ γλυκιά γειτονιά με μονοκατοικίες και ο ένας γείτονας πρόσεχε τον άλλον. Αυτό που θυμάμαι αμυδρά ως παιδί του πολέμου, είναι το καταφύγιο που υπήρχε πίσω από την τουαλέτα που είχαμε στην αυλή αλλά και το πλιγούρι που τρώγαμε κάθε μέρα» θυμάται συγκινημένος και τα υπέροχα μάτια του μέσα από τα γυαλιά του γεμίζουν δάκρυα. «Ο πατέρας μου όταν τέλειωσε ο πόλεμος εργαζόταν στα σκηνικά της κινηματογραφικής εταιρίας Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και τα καλοκαίρια με έβαζε και μένα στη δουλειά. Έκανα όλες τις δουλειές. Αυτό ήταν θείο δώρο, γιατί μετέπειτα με τα χέρια μου έφτιαχνα τα πάντα. Όμως ήξερα να διαχειρίζομαι μέχρι και την τελευταία δραχμή σωστά. Στο σχολείο που πήγαινα στου Τοσίτσα ήμουν πολύ καλός μαθητης. Ωστόσο μπήκα από μικρός στην Σχολή Σταυράκου και δεν μπόρεσα να ζήσω έντονα τα μαθητικά μου χρόνια. Βέβαια παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω… δεσπότης {γέλια}».
Η πρώτη του ταινία είναι «Νύχτες στο Μιραμάρε» το 1961 και αυτό που θυμάται έντονα είναι ότι επειδή ο Κώστας Πρέκας είχε απίστευτο σώμα λόγω αθλητικών δραστηριοτήτων, εκείνος ντρεπόταν να βγάλει ακόμα και τα ρούχα του στις σκηνές που έπρεπε. Γελάμε έντονα. «Εγώ χρωστάω πάρα πολλά από την καριέρα μου στον διευθυντή παραγωγής της κινηματογραφικής εταιρίας του Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη, τον Βύρωνα Παπαμιχάλη. Εκείνος με συμβούλευε για όλα. Ο πατέρας μου δεν ήθελε ούτε να ακούσει για το επάγγελμα που ακολούθησα. Ήθελε να ακολουθήσω το επάγγελμά του γιατί είχε συνεργείο ολόκληρο που ασχολούνταν με αυτή την δουλειά. Και πως έμαθε ο πατέρας μου ότι σπούδαζα κρυφά υποκριτική στη Σχολή Σταυράκου; Σε κάποιο διάλειμμα με είδε που καθόμουν απέξω από την σχολή και άρχισε το…πανηγύρι. Φωνές και δεν συμμαζέυεται. Εν τέλει έφυγα από το σπίτι και έψαχνα για δουλειά. Και ξαφνικά με βρίσκει ο Γιώργος Θεοδοσιάδης και μου λέει: η Έλσα Βεργή ανοίγει θέατρο, θες να έρθεις να κρατάς το μικρόφωνο. Και τρέχω και πάω. Έπαιζαν η Βεργή, ο Καρούσος, ο Κούρκουλος. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να πατάω το κουμπί στο κασσετοφωνάκι και να παίζει η μουσική. Ξαφνικά στο σενάριο βρίσκεται και ένα βουβό πρόσωπο, ένας ναύτης τον οποίο μου πρότειναν να τον κάνω εγώ». Από τα λεφτά αυτού του βωβού ρόλου, νοίκιασε διαμέρισμα και η ζωή του άρχισε να ρέει σα νερό…

Στην Finos Film…
Το όνειρο για τον Βαγγέλη Βουλγαρίδη δεν άργησε να έρθει, όταν μετά τις «Νύχτες στο Μιραμάρε» τον κάλεσαν στη Finos Film. Και το όνειρο της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου ξεκινάει. «Όταν με κάλεσαν για τις πρώτες ταινίες, με είχε συμβουλεύσει ο Βύρων Παπαμιχάλης να μην δώσω αμέσως θετική απάντηση στην πρόταση που θα μου έκαναν, αλλά να τους καθυστερήσω λίγο. Πηγαίνω στον Μάρκο Ζέρβα που έλυνε και έδενε και του λέω: κύριε Ζέρβα θα σας απαντήσω αύριο. Και φεύγω. Στην ταινία με το «Μιραμάρε» είχα πάρει 7.000 δραχμές. Πηγαίνω την επόμενη μέρα στον Ζέρβα και μου λέει: πόσα θέλεις ρε; Του λέω 30.000 δραχμές. Τι λες ρε, είσαι καλά, μου απαντάει. Τελικά μου έδωσε 27.000 δραχμές. Γυρίζω στο σπίτι των γονιών μου και μόλις με βλέπει η μάνα μου με τα χρήματα στο χέρι γυρίζει και μου λέει: «παιδί μου τα λεφτά είναι δικά σου κάνε τα ότι θέλεις. Σου δίνω μια συμβουλή: Αν όχι τα μισά, το ένα τρίτο κρύψτα και ξέχασέ τα. Και έτσι έκανα σε όλη μου τη ζωή. Είμαι ένας άνθρωπος που αν μου αρέσει η δουλειά, δουλεύω. Αν δεν μ΄αρέσει δεν δουλευώ. Προτιμούσα να δουλέψω περισσότερο την μια χρονιά και να καθίσω την άλλη. Έπειτα, εγώ δεν είχα ποτέ ούτε χόμπυ ούτε πάθη. Πληρωνόμουν καλά και κρατούσα τα χρήματά μου. Τα μόνα χρήματα που χαλούσα ήταν στα ρούχα. Σε κάθε μου εμφάνιση φορούσα άλλα». Τον ρωτάω γιατί ο ρόλος του σε όλες τις ταινίες, είναι του καλού παιδιού. Γελάει. «Ίσως από το παρουσιαστικό μου που ήταν γλυκό, μου έβαλαν την σφραγίδα του καλού παιδιού και δεν με άφηναν να παίζω άλλους ρόλους». Τον σταματάω για να τον ρωτήσω αν η ομορφιά του ήταν εισιτήριο για το επάγγελμα του ηθοποιού και δη στον κινηματογράφο. «Μπα. Δεν πιστεύω ότι η ομορφιά έπαιξε κάποιο ρόλο. Εγώ βλέπω φωτογραφίες μου και λέω «μπλιαχ» πως είσαι έτσι. Σε ελάχιστες φωτογραφίες μου αρέσω. Ακόμα και τις ταινίες μου, μέχρι κάποια στιγμή τις έβλεπα. Πλέον δεν τις βλέπω. Όλα αυτά τα χρόνια έβλεπα τα λαθάκια που έκανα αλλά και διαπιστώνω και μια περίεργη νοσταλγία εκείνης της εποχής. Έχω ζήσει αφάνταστα όλα αυτά τα χρόνια. Και δεν έκανα υποχωρήσεις σε κανέναν. Μόνο μια φορά με το θεατρικό της Μάρθας Καραγιάννη «Το καμπαρέ» το οποίο το λάτρεψα. Ήταν από τις λίγες φορές που και τσάμπα να μου έλεγε να το κάνω θα το έκανα».

Την εποχή που ήταν πρωταγωνιστής σε μερικές από τις πιο εμπορικές ταινίες της Finos Film ο ίδιος όπως τονίζει δεν ψωνίστηκε παρόλο που όλοι μιλούσαν για εκείνον και τα κοριτσόπουλα έκοβαν τα περιοδικά με την φωτογραφία του και την έκυβαν κάτω από το μαξιλάρι τους. « Αν υπήρχαν ενδείξεις θαυμασμού; Ναι, αλλά είναι καλύτερα να το λένε οι άλλοι και όχι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές . Όμως δεν θυμάμαι ποια ήταν η πιο ακραία ένδειξη θαυμασμού σε μένα, γιατί δεν ήμουν άνθρωπος που κρυβόμουν. Δεν έδινα σημασία σε τέτοια. Ακόμα και τότε με την μεγάλη δόξα που περάσαμε. Ας πούμε, το πρωί πήγαινα με το τρόλευ ή με το τράμ ή με τον ηλεκτρικό για να κάνω πρόβες στα θέατρα. Ήμουν οικείος με τους ανθρώπους. Δεν με ενδιέφερε να το παίξω ότι κάποιος είμαι. Όχι, ποτέ. Έκανα μια δουλειά και τίποτα άλλο». Τον ρωτάω αν τώρα μετά από τόση δόξα, από τόσο κόσμο που γνώρισε, νιώθει μοναξιά. «Άκου. Σαν επαγγελματίας ήμουν πάντα παρών. Δεν αισθάνθηκα ποτέ στη ζωή μου μοναξιά. Έχω γνωρίσει πολύ μεγάλη αγάπη από το κοινό και αυτοί μου έδωσαν το προνόμιο να μην πεινάσω στη ζωή μου. Αυτό θέλω να το τονίσεις. Ο κόσμος σε ανεβάζει ο κόσμος σε κατεβάζει. Εγώ έφυγα όταν έπρεπε».

Δάκρυα για την Ζωή!
Με την Ζωή Λάσκαρη, την Ζωίτσα του έπαιξαν σε μερικές από τις πιο εμπορικές και καλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου: «Νόμος 4000», «Ο κατήφορος», «Μερικοί το προτιμούν κρύο» όπου και οι δύο καθιε΄ρωθηκαν ως πρωταγωνιστές. Τα μάτια του όταν του αναφέρω το όνομά της, αρχίζουν να τρέχουν δάκρυα συγκίνησης. Και σπαραγμός για έναν άνθρωπο που λάτρεψε. «Την Ζωίτσα την γνώρισα πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα, που έμενε στο ίδιο σπίτι στο Κολωνάκι με την ξαδέρφη της την τραγουδίστρια Ζωή Κουρούκλη. Η Ζωή ήταν το πιο έντιμο θηλυκό του ελληνικού κινηματογράφου. Ποτέ δεν κορόιδεψε κανέναν. Πολύ έντιμη απέναντι στους συντρόφους της και πολύ σπουδαία ηθοποιός. Ήταν γλεντζού, της άρεσε να γελάει και να κάνει και τους άλλους να περνάνε ωραία μαζί της. Φεύγαμε από το club που είχαμε ξενυχτίσει στον Άγιο Κοσμά και πηγαίναμε απευθείας για γυρίσματα στον Φίνο. «Ο Κατήφορος» και εμένα και της Ζωίτσας μας έδωσε το σπρώξιμο, το σκαλοπάτι για να κάνουμε ένα όνομα. Όμως η ταινία που μας καθιέρωσε και μας έκανε τα ονόματα ήταν ο «Νόμος 4000». Θυμάμαι πηγαίναμε στον Φίνο για να γυρίσουμε τις επόμενες σκηνές και όταν δεν του άρεσε το παραμικρό, γυρίζαμε ξανά τις ίδιες σκηνές όσο χρειαζόταν. Έλεγε «ξανα, ξανα, ξανά» μέχρι να γυριστεί το τέλειο. Με την ταινία «Νόμος 4000» περιττό να σου πω τι γινόταν στους δρόμους, στους κινηματογράφους. Όλος ο κόσμος φορούσε τα καλά του και πήγαινε να δει την ταινία. Τότε οι σταρ χτίζονταν με ιδρώτα και πλήρωνες για να τους δεις. Τώρα τους έχεις μέσα στην τηλεόραση, στο ίντερνετ, παντού». Τον ρωτάω πότε έκλαψε τελευταία φορά για συνάδελφό του. Αρχίζει τα κλάμματα και λέει με λυγμούς. «Ο θάνατος της Ζωής με γονάτισε. Κάτι έσπασε μέσα μου. Τότε κατάλαβα ότι με τον θάνατό της πέθανε και μια ολόκληρη εποχή. Ήταν σύμβολο η Ζωίτσα». Το κασσετοφωνάκι σταματάει να γράφει. Η συγκινησιακή του φόρτιση είναι τεράστια. «Ο θεός της έκανε ένα δώρο της Ζωίτσας: να την πάρει στον ύπνο χωρίς να καταλάβει το παραμικρό. Κάτι που όλοι επιθυμούμε να φύγουμε με τον ίδιο τρόπο. Όμως θα πω και ένα ψιλοπαράπονο που είχα από την Ζωίτσα: όταν μιλούσε για τις ταινίες που παίξαμε μαζί, ποτέ δεν ανέφερε το όνομά μου. Δεν ξέρω γιατί, απλά δεν με ανέφερε. Θέλω να είναι καλά εκεί που είναι γιατί ήταν πολύ καλή ψυχή».

Η Αλίκη και οι τρικλοποδιες στην Finos Film…
Στο «Δόλωμα» την ταινία που έσπασε ταμεία με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης είχε ήδη ψηθεί ως ηθοποιός και όλοι μιλούσαν για εκείνον. Ωστόσο, υπήρχαν και οι τρικλοποδιές…«Είμαι Θεσσαλονίκη, στο ΄ΓΣΣ και υπηρετώ εκεί φαντάρος. Επειδή είχα βάλει όλους τους στρατιώτες σε μια σειρά, ο επιτελάρχης αποφάσισε να μας δώσει τιμητικές άδειες. Σε αυτό το διάστημα έρχεται στην Θεσσαλονίκη ο διευθυντής παραγωγής της Finos Film ο Μάρκος Ζέρβας, η Μάρθα η Καραγιάννη και άλλοι για να γυρίσουν μια ταινία. Σκέψου ότι τότε είχαμε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία με τον Φίνο. Ο Φίνος λοιπόν είχε δώσει εντολή, αν ήθελα και μπορούσα να έπαιζα έναν ρόλο στην ταινία αυτή που θα γύριζαν στην Θεσσαλονίκη. Διαβάζω το σενάριο και διαπιστώνω ότι είναι μια ανόητη φάρσα, την οποία στο τέλος ο Φίνος δεν την διένυμε καν από την δική του εταιρία παραγωγής. Λέω λοιπόν του Μάρκου Ζέρβα ότι δεν μπορώ να παίξω γιατί είμαι φαντάρος κλπ. Ο Ζέρβας παίρνει τον Φίνο και του λέει: «μου είπε ο Βουλγαρίδης δεν δέχεται να παίξει και να πάς να…». Και εκεί που μιλούσαμε καθημερινά με τον Φίνο, διαπιστώνω μια παγωμάρα. Ούτε τηλεφωνήματα, ούτε τίποτα για μέρες ολόκληρες. Παίρνω άδεια και κατεβαίνω στην Finos Film. Περίμενα στο φουαγιέ πάνω από 4 ώρες με σκοπό να δω τον Φίνο. Και τελικά τον πετυχαίνω. Με κοιτάζει και μου λέει «όποιος με βρίζει δεν έχει θέση εδώ μέσα». Έπαθα σόκ. Τον κοιτάζω στα μάτια και του λέω: «κύριε Φίνο εγώ;» Ναι τα είπες στον Μάρκο Ζέρβα. Του απαντάω: «Με ξέρεις πως μιλάω και τι ανατροφή έχω. Αν πιστεύεις όσα σου είπαν, φεύγω και δεν ξανάρχομαι». Περνάνε οι κακές μέρες, έρχομαι στην Αθήνα και μου κάνει πρόταση ο ίδιος ο Φίνος για το «Δόλωμα». Ήταν μια ταινία κομμένη και ραμμένη πάνω στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μιλάμε για υπερπαραγωγή. Στην αρχή όταν μου προτάθηκε να την γυρίσω, δεν δέχτηκα. Είχα ακούσει πολλά κακά για την Αλίκη και φοβόμουν. Ο καθένας έλεγε ότι ήθελε για το Αλικάκι. Παράλληλα διαβάζω το σενάριο για την ταινία του Φίνου «Εγωισμός» και δεν είμαι μέσα στο κάστ. Πηγαίνω τους λέω: «κύριε Φίνο γιατί δεν είμαι εγώ εδώ μέσα; Μου λέει: «δεν έχει ρόλο για σένα. Είναι όλοι μικροί ρόλοι». Και σταμπάρω τον ρόλο του Γιώργου. Πολύ μικρός ρόλος αλλά ουσιαστικός που στο τέλος έκλεβε την παράσταση. Ξαναπάω στον Φίνο και του λέω: θα παίξω στο «Δόλωμα» αλλά θα παίξω και στον «Εγωισμό». Και πείθεται ο Δαλιανίδης. Και παίζω και στις δύο ταινίες. Για τα γυρίσματα στο «Δόλωμα» έχω να το λέω, συγκλονιστικά. Γνώρισα έναν γλυκύτατο Αλέκο Αλεξανδράκη που όμοιος του δεν θα ξαναπεράσει. Απίστευτος ηθοποιός. Από την άλλη δεν έχω περάσει συγκλονιστικότερα από όσα έζησα με την Αλίκη. Ένα γλυκύτατο πλάσμα, μια απόλυτη επαγγελματίας. Εγώ πήγαινα 6.00 το πρωί στα γυρίσματα και η Αλίκη ήταν έτοιμη, ντυμένη και βαμμένη ώρες πρίν. Και θα σας αφηγηθώ τούτο: Υπάρχει ένα πλάνο στην ταινία που η Αλίκη αφηγείται την ζωή της. Ο Σακελλάριος λοιπόν της λέει: μονοπλανο. Και η μέγιστη Αλίκη έρχεται και μου λέει: «Βαγγέλη μου σε πειράζει αυτό να γίνει μονοπλάνο;» Τόσο σωστή υπήρξε απέναντί μου. Θυμάμαι ότι κοιμόταν πολύ νωρίς και ξυπνούσε πολύ νωρίς. Βέβαια λόγω του ότι δούλεψα με το κάστ της Αλίκης είχε πικράνει τον Δαλιανίδη που είχαμε γίνει πολύ φιλαράκια και δεν ήθελε να με χάσει από το δικό του μόνιμο κάστ των ταινιών». Πριν βάλουμε άνω τελεία στο κεφάλαιο Finos Film τον ρωτάω γιατί έφυγε από εκεί. «Από τον Φίνο έφυγα γιατί υπήρχαν…κλίκες. {σταματάω εδώ}. Από εκεί πήγα στον Δαμασκηνό-Μιχαηλίδη. Και να σου πω την αλήθεια, παρόλο που ήμουν στο ζενίθ της καριέρας μου, δεν φοβήθηκα μήπως καταστραφώ. Ήδη η τηλεόραση είχε κάνει τα πρώτα της σκιρτήματα». Εν τω μεταξύ θα παίξει στο θέατρο πλευρό της Ελλης Λαμπέτη που την θεωρεί «κορυφαία προσωπικότητα και πάνσοφη» ενώ λίγο αργότερα θα γίνει ο παρουσιαστής στην θρυλική σειρά της κρατικής τηλεόρασης «Λούνα Πάρκ» του Γιάννη Δαλιανίδη, αφήνοντας εποχή!

«Η Λάμψη», η κόντρα με τον Φώσκολο και το τέλος της καριέρας μου…
Είναι τόσα πολλά που θες να ρωτήσεις τον Βαγγέλη Βουλγαρίδη, έναν άνθρωπο που ενώ ήταν στάρ δεν έχει δώσει ποτέ συνέντευξη, που πολλές φορές σταμάτησε το μυαλό μου κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ίσως πολλοί αν τον δουν στον δρόμο δεν τον αναγνωρίσουν. Δεν το αποζητάει ούτε ο ίδιος άλλωστε. Όπως λέει ο ίδιος, για εκείνον το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν. «Κατέβασα ρολά γιατί από κάποια στιγμή και μετά δεν με ενδιέφερε όλο αυτό το πράγμα. Όταν έγινε και η απόπειρα της «Λάμψης» του Φώσκολου, είπα τέρμα». Τον ρωτάω τι είχε γίνει τότε, αφού ο ίδιος είχε κλέψει τις εντυπώσεις από την τρίμηνη παραμονή του στη σειρά του Νίκου Φώσκολου. Χαμογελάει, αρχίζοντας να μου εξιστορεί τον Γολγοθά του. «Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Φώσκολος. Μου λέει: «Βαγγέλη σε θέλω για την «Λάμψη». Εγώ δεν βλέπω τηλεόραση γενικά και δεν ήξερα την σειρά του. Του είπα επίσης ότι το ωράριό μου ήταν συγκεκριμένο. Είχα μπει σε άλλους ρυθμούς ζωής μετά το τέλος από τα θέατρα και τις μουσικές σκηνές. Επειδή κοιμάμαι τις πρωινές ώρες, ξυπνάω μεσημέρι. Του απαντάω αρχικά όχι. Μου λέει, «θα τα φτιάξουμε όλα μην ανησυχείς». Τέλος πάντων, τα βρίσκουμε {με πείθει και ο Δαλιανίδης} και πηγαίνω. Η συμφωνία μας ήταν: να πηγαίνω στις 12.00 το μεσημέρι, τα συμφωνηθέντα χρήματα και ήθελα το όνομά μου τελευταίο για να μην καπελώσω τους προγενέστερους συναδέλφους μου. Και τελικά…το τίποτα. Δεν τηρήθηκε τίποτα από όσα είχε δεσμευτεί. Ούτε το σενάριο δεν μου είχαν. Έπρεπε να πηγαίνω να παίρνω το σενάριο στην άλλη μεριά της Αθήνας. Τέλος πάντων άρχισαν να στέλνουν το σενάριο, όμως δεν υπήρχε αρχή μέση και τέλος σε όσα έλεγα. Οι διάλογοι ήταν ίδιοι. Αναμάσημα στο αναμάσημα και ένα είδος παπαγαλίας. Και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να είμαι στημένος χωρίς να κουνιέμαι κάν. Έφτασα στο σημείο να τους πω «παιδιά με καρφώνετε κάπου;». Κάθισα τρεις μήνες με δυσκολία. Δεν είχε τηρήσει καμία από τις υποσχέσεις. Καμία όμως! Και έρχεται και το κερασάκι στην τούρτα: ήταν ένα επεισόδιο που έπαιζε η Παπανίκα με την οποία βάσει σεναρίου είμαι ερωτευμένος και την ξανασυναντώ μετά από χρόνια. Αυτή έχει μια κόρη την οποία ενδόμυχα είμαι ερωτευμένος με την κόρη. Και τον αφήνω να δούμε που θα το πάει. Το σενάριο λέει ότι είμαι μεθυσμένος και βιάζω την κόρη της Παπανίκα. Του λέω: «Νίκο τι είναι αυτό; Με θέλεις καθίκι στο σενάριο; Θα είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου. Γράψε όμως πέντε επεισόδια που να μπει ο κόσμος στο νόημα για το τι είμαι». Μου απαντάει: «αυτά δεν γίνονται Βαγγέλη». Του απαντάω: «και εγώ δεν γίνεται να «βιάσω» την κόρη. Και μου λέει: «θα είσαι πολύ μεθυσμένος και θα την «βιάσεις». Και του απαντάω έξαλλος: «Στην ηλικία μας όσο πιο πολύ πίνεις, τόσο πιο δύσκολα σου σηκώνεται». Και άρχισε να με βρίζει: «δεν έπρεπε να σε πάρω γιατί είχα ακούσει ότι είσαι κωλόπαιδο, είσαι αντιεπαγγελματίας και κακώς έκανα που σε ξέθαψα». Εκεί τρελάθηκα, γυρίζω και του απαντάω: «Νίκο μου δεν τήρησες τίποτα από όσα είχαμε πει και δημιουργείς ένα επεισόδιο έτοιμο να με «τελειώσεις». Δεν χτύπησα εγώ το κουδούνι σου, ούτε το τηλέφωνό σου. Εσύ μου πρότεινες. Αλλά και να με ξέθαψες όπως λές, και εσένα ο ΑΝΤ1 σε ξέθαψε μετά από 20 χρόνια». Έκτοτε σιχάθηκα τα πάντα. Και λυπάμαι, γιατί μια ευτυχισμένη πορεία ζωής, ήρεμη και μακριά από τα πάντα μου την διέκοψε η «Λάμψη». Άλλωστε η βωμολοχία είχε μπει σε όλα τα σήριαλ και εγώ δεν είχα θέση. Δεν μου πήγαινε. Είπα στον εαυτό μου: δεν έχω ανάγκη να φάω, χαίρεται. Και εξαφανίστηκα».

Τον ρωτάω αν έχει απωθημένα από τη ζωή του. «Όχι, όχι. Είμαι απόλυτα ευχαριστημένος από τη ζωή μου. Δεν έχω να ζηλέψω τίποτα. Από το σπίτι μου εδώ στο χωριό, έχω να βγω 4 χρόνια. Το παρελθόν μου, το θυμάμαι, το ζω, αλλά δεν μένω εκεί. Προχωράω. Κάποιοι λένε πως «όταν θυμάσαι το παρελθόν, θυμάσαι πως έχεις γεράσει». Εγώ λοιπόν δεν το θυμάμαι συχνά {γέλια}». Του επισημαίνω πως αν του δινόταν η ευκαιρία να γυρίσει τον χρόνο πίσω, που θα τον σταματούσε. «Πουθενά. Μου αρκεί ότι τα έζησα και πέρασαν. Ήθελα από κάποια στιγμή και μετά να ηρεμήσω. Τώρα οι ταινίες μας που παίζονται στην τηλεόραση αναγράφονται ως «του καλού Ελληνικού κινηματογράφου». Τότε όμως μας περνούσαν γενιές δεκατέσσερις. Μας χλεύαζαν με τις χειρότερες κριτικές οι δημοσιογράφοι» μου επισημαίνει. Τι γνώμη όμως έχει για την διασκευή που γίνονται θεατρικές παραστάσεις οι μεγάλες κινηματογραφικές ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου; «Δεν σου κρύβω ότι με ενοχλεί η διασκευή των κινηματογραφικών ταινιών στα θεατρικά που κάνουν. Και το θέμα πιο είναι: απογυμνώνονται οι περισσότεροι ηθοποιοί, γιατί οι πρωτότυπες ελληνικές ταινίες παίζονται ακόμα και μπαίνουν σε όλα τα σπίτια». Μετά από τέσσερις ώρες συνέντευξη, είναι καιρός να κλείσουμε το κεφάλαιο Βαγγέλης Βουλγαρίδης. Τον αγκαλιάζω συγκινημένος που μου έδωσε αυτή τη την πολύτιμη συνέντευξη. Με κοιτάζει βουρκωμένος . «Εγώ σε ευχαριστώ που ασχολήθηκες μαζί μου. Η ζωή μου είναι πλέον ένα…αρχαιολογικό εύρημα. Ευχαριστώ όλους όσους με αγάπησαν και θέλουν να μάθουν για την ζωή μου αλλά τους λέω ότι υπάρχουν πολλά νέα ταλαντούχα παιδιά σε αυτό τον χώρο. Απλά πρέπει αυτή η χώρα να τους δώσει την ευκαιρία να αναδειχθούν. Και γράψε ότι ποτέ δεν τρελάθηκα με την επιτυχία. Ήταν μια δουλειά που πέρασε και πάει»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Espresso Ιούλιος 2019
